σταφυλόκοκκος

σταφυλόκοκκος
ο мед. стафилококк

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σταφυλόκοκκος" в других словарях:

  • σταφυλόκοκκος — Μικρόκοκκος απειροελάχιστων διαστάσεων (1 μικρό κατά μέσο όρο), που εμφανίζεται με το μικροσκόπιο σαν τσαμπί από σταφύλια. Καμιά φορά εμφανίζεται μεμονωμένος, συνήθως όμως με τη μορφή διπλό κοκκου (μέσα σε υγρό θρεπτικού υλικού) ή σωρού (μέσα σε… …   Dictionary of Greek

  • σταφυλόκοκκος — ο είδος μικροβίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικρόβιο — Μονοκύτταρος μικροοργανισμός ο οποίος ανήκει κυρίως στο φυτικό βασίλειο. Αναφέρεται και με τους όρους βακτηρίδιο, βάκιλλος ή σχιζομύκητας. Είχε μείνει άγνωστο, εξαιτίας του μικρού μεγέθους του, ώσπου η χρήση του μικροσκοπίου επέτρεψε την… …   Dictionary of Greek

  • Methicillin-resistant Staphylococcus aureus — Staphylococcus aureus Staphylococcus aureus in 50.000facher Vergrößerung Systematik Abteilung …   Deutsch Wikipedia

  • Methicillin-resistenter Staphylococcus aureus — Staphylococcus aureus Staphylococcus aureus in 50.000facher Vergrößerung Systematik Abteilung …   Deutsch Wikipedia

  • Panton-Valentin-Leukozidin — Staphylococcus aureus Staphylococcus aureus in 50.000facher Vergrößerung Systematik Abteilung …   Deutsch Wikipedia

  • Staphylococcus — aureus Systematik Domäne: Bakterien (Bacteria) …   Deutsch Wikipedia

  • Staphylococcus, — aureus Systematik Domäne: Bakterien (Bacteria) …   Deutsch Wikipedia

  • Staphylokokkus — Staphylococcus Staphylococcus aureus Systematik Domäne: Bakterien (Bacteria) …   Deutsch Wikipedia

  • Staphylokokkus aureus — Staphylococcus aureus Staphylococcus aureus in 50.000facher Vergrößerung Systematik Abteilung: Firmicutes …   Deutsch Wikipedia

  • ακτινομυκητίαση — Λοίμωξη των πνευμόνων. Προκαλείται από ένα βακτηρίδιο το οποίο σχηματίζει αποικίες που μοιάζουν με εκείνες των μυκήτων. * * * ή ακτινομύκωση, η Ιατρ. χρόνιο, συνήθως, λοιμώδες νόσημα, προκαλούμενο από ένα είδος ακτινομύκητα (Αctinomyces israelii) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»